υποκαθίστημι

υποκαθίστημι
Α
βλ. υποκαθιστώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποκαθιστώ — ὑποκαθίστημι, ΝΑ [καθίστημι / καθιστώ] (αμτβ.) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, εγκαθιστώ τον εαυτό μου στη θέση άλλου («υποκατέστησε τον αδελφό του στη διεύθυνση τής επιχείρησης») νεοελλ. (μτβ.) 1. εγκαθιστώ κάποιον ή τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου,… …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • υποκατάσταση — η / ὑποκατάστασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκαθιστώ, αντικατάσταση, αναπλήρωση νεοελλ. 1. (νομ.) η τοποθέτηση προσώπου ή πράγματος στη θέση άλλου προσώπου ή πράγματος, βάσει τού νόμου ή τής ιδιωτικής βούλησης… …   Dictionary of Greek

  • υποκατάστατος — η, ο / ὑποκατάστατος, ον, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι] αυτός που έχει υποκαταστήσει κάποιον, αντικαταστάτης, αναπληρωτής νεοελλ. 1. (νομ.) δεύτερος κληρονόμος που ορίζεται σε περίπτωση που ο πρώτος δεν αποδέχεται την κληρονομία 2. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • υποκαταστάτης — ο / ὑποκαταστάτης, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι] 1. αντικαταστάτης, αναπληρωτής 2. χημ. άτομο, ομάδα ή μόριο που συνδέεται με το κεντρικό άτομο μιας σύμπλοκης ένωσης, όπως είναι λ.χ. τα μόρια τού νερού, τής αμμωνίας και τού μονοξειδίου τού άνθρακα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”